νεκρομαντεία

νεκρομαντεία
Mαντική τεχνική, στην οποία ο χρησμός λαμβάνεται από έναν νεκρό, την επέμβαση του οποίου επικαλούνται οι άνθρωποι κατά διάφορους τρόπους· οι αρχαίοι την έλεγαν και νεκυομαντεία, από τη λέξη νέκυια, που σήμαινε τη σχετική μαγική τελετή. Κλασικό παράδειγμα ν. είναι η επίκληση του πνεύματος του Δαρείου στους Πέρσες του Αισχύλου. Επίσης πρέπει να γίνει αναφορά στην 11η ραψωδία της Οδύσσειας (την επονομαζόμενη νέκυια), όπου περιγράφεται η κάθοδος του Οδυσσέα και των συντρόφων του στον Άδη για τους ίδιους μαντικούς λόγους. Πολλές φορές ο όρος επεκτείνεται και σε άλλες μαντικές πράξεις, που δεν περιλαμβάνουν την επίκληση νεκρού. Ωστόσο ο όρος διατηρεί πάντοτε αρνητική χροιά, γι’ αυτό και η πρακτική της ν. συγκαταλέγεται στη μαύρη μαγεία. Η ν. διαφέρει από τις άλλες μαντικές τεχνικές που βασίζονται στην παρατήρηση των σημείων, στην απευθείας έμπνευση εκ μέρους μιας θεότητας κλπ. Τα μαντεία της αρχαιότητας, στα οποία τον χρησμό έδινε ένας ήρωας (που ήταν αντικείμενο λατρείας), έχουν κάποια σχέση με τη ν. με τη στενή ετυμολογική σημασία της. Η ν., που είναι πολύ διαδεδομένη στους διάφορους πολιτισμούς, χρησιμοποιείτο ευρύτατα στον Μεσαίωνα και απαντάται σποραδικά και στις σύγχρονες λαϊκές παραδόσεις.
* * *
η (ΑΜ νεκρομαντεία)
η μαντεία με επίκληση τών ψυχών τών νεκρών για ανακάλυψη κρυμμένων αντικειμένων και γνώση τών μελλόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)*- + μαντεία (< μαντεύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεκρομαντεία — νεκρομαντείᾱ , νεκρομαντεία necromancy fem nom/voc/acc dual νεκρομαντείᾱ , νεκρομαντεία necromancy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκρομαντεία — η η επικοινωνία με τις ψυχές των νεκρών για αποκάλυψη των όσων θα γίνουν στο μέλλον, αλλ. νεκυομαντεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκρομαντείας — νεκρομαντείᾱς , νεκρομαντεία necromancy fem acc pl νεκρομαντείᾱς , νεκρομαντεία necromancy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκρομαντείαν — νεκρομαντείᾱν , νεκρομαντεία necromancy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • НЕКРОМАНТИЯ —    • Νεκρομαντεία,          см. Divinatio, Дивинация, 6 …   Реальный словарь классических древностей

  • Necromancy — This article is about the form of magic. For the film, see Necromancy (film). Necromancer redirects here. For other uses, see Necromancer (disambiguation). Illustration portraying a scene from the Bible wherein the Witch of Endor uses a… …   Wikipedia

  • Schwarz — Schwarz, schwärzer, schwärzeste, adj. et adv. 1. Eigentlich, ein Nahme der dunkelsten Farbe, welche in der Ermangelung alles Lichts bestehet, und der weißen entgegen stehet. Ein schwarzes Kleid. Die schwarze Farbe. Schwarz gekleidet gehen.… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • necromancia — (Del gr. nekromanteia.) ► sustantivo femenino OCULTISMO Adivinación por medio de la evocación de los muertos: ■ la pitonisa practica la necromancia, el tarot y otras artes adivinatorias. TAMBIÉN necromancía SINÓNIMO nigromancia * * * necromancia… …   Enciclopedia Universal

  • necromancía — (Del gr. nekromanteia.) ► sustantivo femenino OCULTISMO Adivinación por medio de la evocación de los muertos: ■ la pitonisa practica la necromancia, el tarot y otras artes adivinatorias. TAMBIÉN necromancía SINÓNIMO nigromancia * * * necromancia… …   Enciclopedia Universal

  • DIVINATIO — Graecis Μαντεία vel Μαντικὴ, (nempe ut volunt a μανία, quia causa sit externa incorporeaque ac ut Gentes putarunt divina; quo nomine etiam Daemones complectebantur) Platoni definitiur ἐπιςτήμη προδηλωτικὴ, πράξεως ἄνευ ἀποδείξεως, Scientia… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”